καλλιστεία

καλλιστεία
Διαγωνισμός ομορφιάς, που διεξάγεται κυρίως μεταξύ γυναικών κάθε χρόνο, σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Η διοργάνωσή τους ωστόσο προκαλεί αντιδράσεις εξαιτίας της σκοπιμότητας που εξυπηρετούν, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις σύγχρονες αντιλήψεις για την προσωπικότητα, τη θέση και τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία. Τα κ. έχουν τις καταβολές τους στην αρχαία Ελλάδα, σε πολλές πόλεις της οποίας, κατά τον 5o αι. π.Χ., καθιερώθηκαν αγώνες καλλονής μεταξύ γυναικών και ανδρών. Τους πρώτους γυναικείους αγώνες του είδους αυτού καθιέρωσε ο τύραννος της Κορίνθου Κύψελος, στους οποίους επικράτησε η σύζυγός του Ηροδίκη. Ανάλογοι αγώνες διοργανώνονταν επίσης στη Λέσβο, στην Τένεδο κ.α. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα πρώτα κ. ανάγονται στην ελληνική μυθολογία και αναφέρουν ως παράδειγμα τον γνωστό μύθο του μήλου της έριδος, το οποίο ο Πάρις έδωσε στην πιο όμορφη, κατά τη γνώμη του, θεά Αφροδίτη. Η Αλίκη Διπλαράκου αναδείχθηκε Μις Ευρώπη το 1930, χαρίζοντας στη χώρα μας μία μεγάλη διεθνή διάκριση (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»). Καλλιστεία για την ανάδειξη της «Μις Υφήλιος 2000», στη Λευκωσία της Κύπρου (φωτ. ΑΠΕ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλλιστεῖα — καλλιστεῖον offering of what is fairest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστεῖ' — καλλιστεῖα , καλλιστεῖον offering of what is fairest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφροσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις Χάριτες, αδελφή της Αγλαΐας και της Θάλειας, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης ή Αυτονόης. Άλλη παράδοση την αναφέρει ως κόρη της Νύχτας και του Ερέβους. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η… …   Dictionary of Greek

  • καλλιστείο — το (AM καλλιστεῑον) [κάλλιστος] νεοελλ. στον πληθ. τα καλλιστεία διαγωνισμός ομορφιάς αρχ. 1. βραβείο ομορφιάς 2. στον πληθ. τὰ καλλιστεῑα βραβείο αρετής και ανδρείας …   Dictionary of Greek

  • καλλιστείο — το 1. βραβείο που δίνεται στον ωραιότερο. 2. καλλιστεία, τα αγώνες ομορφιάς μεταξύ νεανίδων: Έλαβε μέρος στα καλλιστεία και ήρθε δεύτερη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασιλίς — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, την ίδρυσε ο βασιλιάς της Αρκαδίας Κύψελος. Στη Β. είχαν καθιερωθεί καλλιστεία γυναικών. * * * βασιλίς ( ίδος), η (AM) [βασιλεύς] βασιλὶς ή «βασιλὶς τῶν πόλεων» η κορυφαία πόλη, η… …   Dictionary of Greek

  • Λάσκαρη, Ζωή — (Θεσσαλονίκη 1943 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού Ζωής Κουρούκλη. Εξαδέλφη της ομώνυμης τραγουδίστριας της δεκαετίας του 1960, υιοθέτησε νέο επώνυμο και ξεκίνησε την καριέρα της με μια βράβευση στα καλλιστεία του 1959 (Σταρ Ελλάς).… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεύω — πρώτευσα 1. είμαι ή κατατάσσομαι πρώτος, υπερέχω, διακρίνομαι από τους άλλους, έχω ή παίρνω τα πρωτεία: Πρώτευσε στις εξετάσεις. –  Πρώτευσε στα καλλιστεία. 2. η μτχ., πρωτεύων, ουσα, εύον ο σπουδαίας σημασίας, ο βασικός, ο κύριος: Πρωτεύοντα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”